Μεταμορφώσεις


Προοίμιον

In nova fert animus mutatas dicere formas
corpora; di, coeptis (nam vos mutastis et illas)
adspirate meis primaque ab origine mundi
ad mea perpetuum deducite tempora carmen!

Σκοπός μου είναι να σας μιλήσω για σώματα που μεταμορφώθηκαν σε κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν πριν. Ω! ουράνιες δυνάμεις, μια και εσείς είστε υπεύθυνες αυτών των αλλαγών, όπως και για το καθετί, δείτε ευνοϊκά την προσπάθειά μου και ξετυλίχτε ένα άθραυστο νήμα ποίησης από τις πρώτες στιγμές της δημιουργίας μέχρι την εποχή μου.


Βιβλίον Πρώτον

O utinam possim populos reparare paternis
artibus atque animas formatae infundere terrae!

Να μπορούσα τουλάχιστον να δημιουργήσω νέα ένθη, με τις επιδεξιότητες που είχε ο πατέρας μου!


Βιβλίον Δεύτερον

Tum vero Phaethon cunctis e partibus orbem
adspicit accensum nec tantos sustinet aestus,
ferventesque auras velut fornace profunda
ore trahit currusque suos candescere sentit;
et neque iam cineres eiectatamque favillam
ferre potest calidoque involvitur undique fumo,
quoque eat, aut ubi sit, picea caligine tectus
nescit et arbitrio volucrum raptatur equorum.
Sanguine tum credunt in corpora summa vocato
Aethiopum populos nigrum traxisse colorem.

Τότε ήταν που ο Φαέθων είδε κάθε σημείο του κόσμου να φλέγεται και η καυτερή θερμότητα ήταν κάτι περισσότερο από ό,τι μπορούσε να αντέξει. Ανάσαινε αυτόν το φλογισμένο αέρα, όπως αυτόν που βγαίνει από βαθύ φούρνο, και ένοιωσε το άρμα του να ακτινοβολεί λευκό από τν έντονη πυράκτωση. Δεν μπορούσε πια να υποφέρει την καπνιά και τισ σπίθες που γέμιζαν τον αέρα και, τυλιγμένος στον καυτό καπνό και στο πηχτό σκοτάδι, δεν ήξερε πού ήταν και πού πήγαινε, αλλά παρασυρόταν σύμφωνα με τισ ιδιοτροπίες των γοργοπόδαρων αλόγων.

Τότε ήταν, όπως πιστεύεται, που οι Αιθίοπες απέκτησαν το σκούρο δέρμα τους, γιατί το αίμα του ανέβηκε στην επιφάνεια του σώματός τους.


Βιβλίο Τρίτον

Perstat Echionides. Nec iam iubet ire, sed ipse
vadit, ubi electus facienda ad sacra Cithaeron
cantibus et clara bacchantum voce sonabat.
Ut fremit acer equus, cum bellicus aere canoro
signa dedit tubicen, pugnaeque adsumit amorem,
Penthea sic ictus longus ululatibus aether
movit, et audito clamore recanduit ira.

Monte fere medio est, cingentibus ultima silvis,
purus ab arboribus, spectabilis undique campus.
Hic ouclis illum cernentem sacra profanis
prima videt, prima est insano concita cursu,
prima suum misso violavit Penthea thryso
mater...

iam trepidum, iam verba minus violenta loquentem,
iam se damnantem, iam se peccasse fatentem.
Saucius ille tamen ‘fer opem, matertera’ dixit
’Autonoe! moveant animos Actaeonis umbrae.’
Illa, quis Actaeon, nescit dextramque precantis
abstulit: Inoo lacerata est altera raptu.
Non habet infelix quae matri bracchia tendat,
trunca sed ostendens deiectis vulnera membris
’adpsice, mater!’ ait. Visis ululavit Agaue
collaque iactavit movitque per aera crinem
avulsumque caput digitis complexa cruentis
clamat ‘io comites, opus haec victoria nostrum est!’

Παρόλα αυτά ο γιος του Εχίονα επέμνε στην ανοησία του. Τώρα δεν αρκέστηκε μόνο να στείλει άλλους, αλλά πήγε ο ίδιοσ στον Κιθαιρώνα, στο βουνό που είχει διαλεχτεί για τις μυστικές ιεροτελεστίες, στον τόπο που τραγούδια και δυνατές κραυγές των πιστών του Διονύσου γέμιζαν τον αέρα. Όποως ένα ατίθασο άλογο την ώρα της μάχης χλιμιντρίζει, ανυπόμονο για την συμπλοκή, έτοιμο όταν ο σαλπιγκτής ηχήσει την επίθεση με την ορειχάλκινη σάλπιγγά του να ξεχυθεί σ’ αυτήν, έτσι και ο Πενθέας ερεθίστηκε από τα μακρόσυρτα ουρλιαχτά που δονούσαν τον αέρα και όταν άκουσε και τισ κραγές, ο θυμός του έβρασε για μιαν ακόμα φορά.

Στο μισό δρόμο προς το βουνό πάνο είναι μια λωρίδα επίπεδου εδάφους περιτριγυρισμένου από το δάσος, το μέρος όμως αυτό είναι γυμνό από δένδρα, έτσι που μπορεί να παρατηρηθεί καθαρά από κάθε πλευρά του. Εδώ ο Πενθέας έβλεπε τα μυστήρια με αμύητα μάτια. Ο πρώτος που τον είδε, ο πρώτος που έκανε μια φρενιασμένη επίθεση σ’ αυτόν και ο πρώτος που του πέταξε το θύρσο του και τον τραυμάτισε, ήταν η ίδια η μάνα του…

Τώρα αληθινά αυτός ήταν τρομερά φοβισμένος, τώρα μιλούσε ήρεμα, καταριόταν τον εαυτό του και παραδεκόταν το σφάλμα του. Τραυματισμένος όπως ήταν, φώναξε δυνατά ‘Βοήθησέ με θεία μου Αυτονόη, το φάτασμα του Ακταίωνά σου ας σε κάνει να με λυπηθείς.’ Αλλά το όνομα Ακταίωνα δεν της έλεγε τίποτα· και ακόμα καθώς την παρακολούσε για έλεος, αυτή του απέσπασε το δεξιό βραχίονά του, ενώ η Ινώ έπιασε τον άλλο βραχίονά του και τον απέσπασε από τον ώμο του. Χωρίς βραχίονες τώρα να τους απλώσει προς την μητέρα του, ο άτυχος άνδραςσ της έδειξε τις χαίνουσες πληγές από την απόσπαση των μελών του και φώναξε: ‘Κοιτά, μητέρα!’

Στο θέαμα αυτό η Αγαύη έβγαλε μια άγρια στριγκλιά και τίναξε το κεφάλι της, μέχρι που τα μαλλιά της ορθώθηκαν στον αέρα, μετά έπιασε το κεφάλι του γιου της και το απέσπασε από τον ώμο του. Κρατώντας το κεφάλι αυτό στα αιματοβαμμένα χέρια της, φώναξε: ‘Δείτε, φίλοι μου, αυτή η νίκη είναι δική μου επιτυχία!’